Grunsamur á grísku
Þýðing: grunsamur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καχύποπτος, ύποπτος, υποψιάζεται, υποπτεύεται, υποπτευθεί, έχει υπόνοιες, υποψιάζεται ότι
Önnur tungumál
Skyld orð: grunsamur
grunsamur tungumála orðabók gríska, grunsamur á grísku
Þýðingar
- grundvöllur á grísku - θεμέλιο, βάθρο, βάση, ίδρυμα, ίδρυση, θεμέλια, θεμελίωση, ...
- grunnur á grísku - ρηχός, επιπόλαιος, θεμέλια, θεμέλιο, ίδρυμα, θεμελίωση, Ιδρύματος
- grunsemd á grísku - υποψία, υπόνοια, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας
- grunur á grísku - υπόνοια, δισταγμός, υποψία, ύποπτο, υπόνοιες, ύποπτα, υποψίες
Orð af handahófi
Grunsamur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καχύποπτος, ύποπτος, υποψιάζεται, υποπτεύεται, υποπτευθεί, έχει υπόνοιες, υποψιάζεται ότι
Þýðingar: καχύποπτος, ύποπτος, υποψιάζεται, υποπτεύεται, υποπτευθεί, έχει υπόνοιες, υποψιάζεται ότι