Háð á grísku
Þýðing: háð, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διασυρμός, παρωδία, γελοιοποιώ, κοροϊδία, χλευασμός, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: háð
háð og spott, rómantískt háð, háð í sögum, háð breyta og óháð breyta, háð í ljóðum, háð tungumála orðabók gríska, háð á grísku
Þýðingar
- hávaði á grísku - θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
- hávær á grísku - θορυβώδης, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, θόρυβο
- háðung á grísku - δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, όνειδος, επίπληξη, μομφή, μομφής, ...
- hæfa á grísku - αλήθεια, χτυπώ, ισότητα, δικαιοσύνη, βαρώ, σουξέ, κατάλληλος, ...
Orð af handahófi
Háð á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διασυρμός, παρωδία, γελοιοποιώ, κοροϊδία, χλευασμός, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
Þýðingar: διασυρμός, παρωδία, γελοιοποιώ, κοροϊδία, χλευασμός, θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται