Hæfur á grísku
Þýðing: hæfur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πρόσφορος, βολικός, κατάλληλος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
Önnur tungumál
Skyld orð: hæfur
hæfur fjárfestir, hæfur tungumála orðabók gríska, hæfur á grísku
Þýðingar
- hæfa á grísku - αλήθεια, χτυπώ, ισότητα, δικαιοσύνη, βαρώ, σουξέ, κατάλληλος, ...
- hæfileiki á grísku - ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, την ικανότητα, δυνατοτήτων
- hæglátur á grísku - ήσυχα, ησυχία, ήσυχη, ήσυχο, ήσυχες
- hægri á grísku - δεξιός, σωστός, δικαίωμα, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Orð af handahófi
Hæfur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πρόσφορος, βολικός, κατάλληλος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
Þýðingar: πρόσφορος, βολικός, κατάλληλος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική