Höggva á grísku
Þýðing: höggva, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
χτυπώ, πελεκώ, απεργία, μπριζόλα, τσεκουριά, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
Önnur tungumál
Skyld orð: höggva
höggva mann og annann, höggva beyging, höggva í sama knérunn, höggva jólatré, höggva eigið jólatré, höggva tungumála orðabók gríska, höggva á grísku
Þýðingar
- höfðingi á grísku - κύριος, ηγετικός, αρχηγός, προϊστάμενος, επικεφαλής, επικεφαλής της
- högg á grísku - χαϊδεύω, φυσώ, εγκεφαλικό, χτύπημα, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, ...
- höll á grísku - ανάκτορο, μέγαρο, παλάτι, Palace, το παλάτι, Ανάκτορα
- hönd á grísku - χέρι, δείκτης, παραδίνω, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, ...
Orð af handahófi
Höggva á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: χτυπώ, πελεκώ, απεργία, μπριζόλα, τσεκουριά, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
Þýðingar: χτυπώ, πελεκώ, απεργία, μπριζόλα, τσεκουριά, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε