Haga á grísku
Þýðing: haga, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, κανονίζω, διευθύνω, τακτοποιώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: haga
haga hem, haga spa och hälsa, haga park stockholm, haga göteborg öppettider, haga parken, haga tungumála orðabók gríska, haga á grísku
Þýðingar
- hafnbann á grísku - απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
- hafrar á grísku - βρόμη, βρώμη, βρώμης, τη βρώμη, βρώμες, βρώμης που
- hagfræði á grísku - οικονομική, οικονομολογία, Οικονομικά, Οικονομικών, Economics, Οικονομικό, Οικονομίας
- hagl á grísku - καταιγισμός, χαλάζι, φωνάξει, χαιρετίζουν, το χαλάζι, χαιρετούν
Orð af handahófi
Haga á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, κανονίζω, διευθύνω, τακτοποιώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Þýðingar: αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, κανονίζω, διευθύνω, τακτοποιώ, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση