Halli á grísku
Þýðing: halli, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
χαμός, χάσιμο, απώλεια, ήττα, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: halli
halli hansen, halli og laddi textar, halli rakari, halli píp, halli og laddi roy rogers, halli tungumála orðabók gríska, halli á grísku
Þýðingar
- hali á grísku - ουρά, ουράς, της ουράς, την ουρά, πίσω
- halla á grísku - ακουμπώ, κλίνω, γέρνω, άπαχος, κατηφορίζω, πλαγιά, κλίση, ...
- hallæri á grísku - λιμός, πείνα, λιμό, λιμού, την πείνα
- haltra á grísku - χαλαρός, κουτσαίνω, χωλαίνω, limp, λειτουργίας σε έκτακτες περιπτώσεις
Orð af handahófi
Halli á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: χαμός, χάσιμο, απώλεια, ήττα, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Þýðingar: χαμός, χάσιμο, απώλεια, ήττα, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του