Hegna á grísku
Þýðing: hegna, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hegna
hegna definition, hegna urban dictionary, hegna maskin, hegna transport, hegner saw, hegna tungumála orðabók gríska, hegna á grísku
Þýðingar
- hefnigjarn á grísku - εκδικητικός, εκδικητικό, εκδικητική, εκδικητικοί, εκδικητικούς
- hefðbundinn á grísku - παραδοσιακός, παραδοσιακό, παραδοσιακή, παραδοσιακά, παραδοσιακές
- hegðun á grísku - φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφορά, διεξάγω, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
- heil á grísku - περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
Orð af handahófi
Hegna á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Þýðingar: τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία