Heil á grísku
Þýðing: heil, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
Önnur tungumál
Skyld orð: heil
heiltala, heil hydra, heil jobs, heil eldaður kjúklingur, heil hitler, heil tungumála orðabók gríska, heil á grísku
Þýðingar
- hegna á grísku - τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
- hegðun á grísku - φέρσιμο, διαγωγή, συμπεριφορά, διεξάγω, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, ...
- heilagur á grísku - ιερός, όσιος, πανάγιος, άγιος, Άγιο, Ιερά, Αγίας
- heilbrigði á grísku - υγεία, Υγείας, την υγεία, υγεία των, την υγεία των
Orð af handahófi
Heil á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
Þýðingar: περατώνω, ολόκληρος, ολοκληρώνω, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το