Hergögn á grísku
Þýðing: hergögn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
όπλα, πυροβολικό, πυρομαχικών, πυρομαχικά, πυροβολικού, εκρηκτικούς μηχανισμούς
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hergögn
hergögn tungumála orðabók gríska, hergögn á grísku
Þýðingar
- herfang á grísku - λεηλατώ, λάφυρα, λάφυρο, λεία, πλιάτσικο, λαφύρων
- herforingi á grísku - αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
- herja á grísku - ρημάζω, καταστρέφω, δυνάμεις, δυνάμεων, οι δυνάμεις, τις δυνάμεις, δυνάμεις της
- herkví á grísku - περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιβάλλονται, περιτριγυρισμένο, που περιβάλλονται
Orð af handahófi
Hergögn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: όπλα, πυροβολικό, πυρομαχικών, πυρομαχικά, πυροβολικού, εκρηκτικούς μηχανισμούς
Þýðingar: όπλα, πυροβολικό, πυρομαχικών, πυρομαχικά, πυροβολικού, εκρηκτικούς μηχανισμούς