Hermaður á grísku
Þýðing: hermaður, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hermaður
enskur hermaður, óbreyttur hermaður, litli hermaður, hermaður tungumála orðabók gríska, hermaður á grísku
Þýðingar
- herkví á grísku - περιβάλλεται, που περιβάλλεται, περιβάλλονται, περιτριγυρισμένο, που περιβάλλονται
- herma á grísku - αφηγούμαι, λέω, διηγούμαι, ξεχωρίζω, άμιλλα, Emulation, εξομοίωσης, ...
- hernaður á grísku - πόλεμος, πολεμικές επιχειρήσεις, Warfare, πολέμου, εχθροπραξία
- hersveit á grísku - σύνταγμα, λεγεώνας, λεγεώνα, Legion, λεγεώνα των, η λεγεώνα
Orð af handahófi
Hermaður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
Þýðingar: στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που