Hjú á grísku
Þýðing: hjú, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, υπηρέτες, των υπαλλήλων
Önnur tungumál
Skyld orð: hjú
hjú 203, hjú 503, hjú 303 próf, hjú heffner, hjú 303, hjú tungumála orðabók gríska, hjú á grísku
Þýðingar
- hjör á grísku - κλάπα, καθολική, καθολικής, καθολικό, την καθολική, της καθολικής
- hjörð á grísku - αγέλη, κοπάδι, αγέλης, ζωικού κεφαλαίου, ζωικό κεφάλαιο
- hjúkra á grísku - βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
- hjúkrunarkona á grísku - νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Orð af handahófi
Hjú á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, υπηρέτες, των υπαλλήλων
Þýðingar: υπηρέτρια, υπηρέτης, υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, υπηρέτες, των υπαλλήλων