Hlutdrægur á grísku

Þýðing: hlutdrægur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μερικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
Hlutdrægur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: hlutdrægur

hlutlægur hlutdrægur, hlutdrægur tungumála orðabók gríska, hlutdrægur á grísku

Þýðingar

  • hlustendur á grísku - ακροατήριο, ακροατές, ακροατών, τους ακροατές, οι ακροατές, στους ακροατές
  • hlutabréf á grísku - μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, απόθεμα, παρακρατώ, μερίδια, μετοχών, ...
  • hluti á grísku - μοίρα, μερίδα, χωρίζω, κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, ...
  • hlutlaus á grísku - ουδέτερος, νεκρό, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες
Orð af handahófi
Hlutdrægur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μερικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες