Hluti á grísku
Þýðing: hluti, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
μοίρα, μερίδα, χωρίζω, κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hluti
a hluti sveitarfélaga, hluti deilt með heild, hluti í stað heildar, hluti og heild, hluti heild prósenta, hluti tungumála orðabók gríska, hluti á grísku
Þýðingar
- hlutabréf á grísku - μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, απόθεμα, παρακρατώ, μερίδια, μετοχών, ...
- hlutdrægur á grísku - μερικός, προκατειλημμένη, μεροληπτική, μεροληπτικά, μεροληπτικές, προκατειλημμένες
- hlutlaus á grísku - ουδέτερος, νεκρό, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες
- hlutur á grísku - πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
Orð af handahófi
Hluti á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: μοίρα, μερίδα, χωρίζω, κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει
Þýðingar: μοίρα, μερίδα, χωρίζω, κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, μέρει