Holur á grísku
Þýðing: holur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, τρύπες, οπές, οπών, τρυπών, τις τρύπες
Önnur tungumál
Skyld orð: holur
nalini holur, milljón holur, balaji holur, pavan holur, holur að innan, holur tungumála orðabók gríska, holur á grísku
Þýðingar
- holdlegur á grísku - σαρκικός, σαρκική, σαρκικές, σαρκικό, τις σαρκικές
- hollur á grísku - θρεπτικός, καλός, αγαθός, υγιεινός, αφιερωμένη, αφιερωμένο, ειδική, ...
- hoppa á grísku - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
- horaður á grísku - άπαχος, κλίνω, ακουμπώ, γέρνω, κοκαλιάρης, κοκαλιάρικο, skinny, ...
Orð af handahófi
Holur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, τρύπες, οπές, οπών, τρυπών, τις τρύπες
Þýðingar: υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, τρύπες, οπές, οπών, τρυπών, τις τρύπες