Hugsjónamaður á grísku
Þýðing: hugsjónamaður, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ιδεαλιστής, οραματιστής, όραμα, οραματική, οραματιστή, με όραμα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hugsjónamaður
hugsjónamaður tungumála orðabók gríska, hugsjónamaður á grísku
Þýðingar
- hugsanlegur á grísku - νοητός, απεικόνισης, απεικόνιση, απεικονίσεως, την απεικόνιση, εικόνας
- hugsjón á grísku - όραμα, όραση, ιδανικός, ιδέα, ιδανικό, ιδανική, ιδανικά, ...
- hugsjúkur á grísku - αγχώδης, ανήσυχος, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
- hugskot á grísku - φυλάξου, ψυχή, καρδιά, μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, ...
Orð af handahófi
Hugsjónamaður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ιδεαλιστής, οραματιστής, όραμα, οραματική, οραματιστή, με όραμα
Þýðingar: ιδεαλιστής, οραματιστής, όραμα, οραματική, οραματιστή, με όραμα