Hugsjúkur á grísku
Þýðing: hugsjúkur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αγχώδης, ανήσυχος, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
Önnur tungumál
Skyld orð: hugsjúkur
hugsjúkur tungumála orðabók gríska, hugsjúkur á grísku
Þýðingar
- hugsjón á grísku - όραμα, όραση, ιδανικός, ιδέα, ιδανικό, ιδανική, ιδανικά, ...
- hugsjónamaður á grísku - ιδεαλιστής, οραματιστής, όραμα, οραματική, οραματιστή, με όραμα
- hugskot á grísku - φυλάξου, ψυχή, καρδιά, μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, ...
- hugsun á grísku - σκεφτόμουν, νόμιζα, σκέψη, θεωρούν, πιστεύεται, σκεφτεί, σκέφτηκε
Orð af handahófi
Hugsjúkur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αγχώδης, ανήσυχος, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία
Þýðingar: αγχώδης, ανήσυχος, ανήσυχοι, άγχος, άγχους, αγωνία