Hugsunarlaus á grísku
Þýðing: hugsunarlaus, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
απερίσκεπτος, επιπόλαιος, αλόγιστη, απερίσκεπτη, αλόγιστης
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: hugsunarlaus
hugsunarlaus tungumála orðabók gríska, hugsunarlaus á grísku
Þýðingar
- hugskot á grísku - φυλάξου, ψυχή, καρδιά, μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, ...
- hugsun á grísku - σκεφτόμουν, νόμιζα, σκέψη, θεωρούν, πιστεύεται, σκεφτεί, σκέφτηκε
- hugtak á grísku - αντίληψη, ιδέα, έννοια, έννοιας, εννοίας
- hugur á grísku - γενναιότητα, φυλάξου, θάρρος, μυαλό, νους, υπόψη, νου, ...
Orð af handahófi
Hugsunarlaus á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: απερίσκεπτος, επιπόλαιος, αλόγιστη, απερίσκεπτη, αλόγιστης
Þýðingar: απερίσκεπτος, επιπόλαιος, αλόγιστη, απερίσκεπτη, αλόγιστης