Iðja á grísku

Þýðing: iðja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δουλεύω, καθήκον, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, ομόκεντρος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντρο, ομόκεντρα
Iðja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: iðja

kvenfélagið iðja, iðja heilsa og velferð, iðja dagvist, iðja sauðárkróki, iðja hæfing, iðja tungumála orðabók gríska, iðja á grísku

Þýðingar

  • innvortis á grísku - εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
  • iðinn á grísku - εργατικός, επιμελής, επιμελώς, επιμέλεια, με επιμέλεια, επιμελώς για, επιμελή
  • iðjalaus á grísku - αδρανής, τεμπέλης, αργόσχολος, άνεργος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντροι, ...
  • iðjuleysi á grísku - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
Orð af handahófi
Iðja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δουλεύω, καθήκον, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, ομόκεντρος, ομόκεντρους, ομόκεντρων, ομόκεντρο, ομόκεντρα