Iðnaðarmaður á grísku
Þýðing: iðnaðarmaður, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
τεχνίτης, βιοτέχνης, έμπορος, έμπορο, τεχνίτη, εμπόρου
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: iðnaðarmaður
iðnaðarmaður tungumála orðabók gríska, iðnaðarmaður á grísku
Þýðingar
- iðjuleysi á grísku - αδράνεια, ρελαντί, αδράνειας, σε αδράνεια, αδρανής
- iðjusemi á grísku - βιομηχανία, επιμέλεια, επιμέλειας, επιμέλειας ως, υποχρέωσης επιμέλειας, επιμελείας
- iðnaður á grísku - βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- iðni á grísku - φιλοτεχνία, βιομηχανία, επιμέλεια, Diligence, επιμέλειας, εργατικότητα, επιμέλειας ως
Orð af handahófi
Iðnaðarmaður á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: τεχνίτης, βιοτέχνης, έμπορος, έμπορο, τεχνίτη, εμπόρου
Þýðingar: τεχνίτης, βιοτέχνης, έμπορος, έμπορο, τεχνίτη, εμπόρου