Innlendur á grísku
Þýðing: innlendur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
οικιακός, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
Önnur tungumál
Skyld orð: innlendur
innlendur tungumála orðabók gríska, innlendur á grísku
Þýðingar
- innihald á grísku - περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
- innkaup á grísku - αγορά, αγοράζω, ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
- innri á grísku - εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
- innrás á grísku - εισβολή, εισβολής, την εισβολή, επιδρομή, εισβολή στο
Orð af handahófi
Innlendur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: οικιακός, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
Þýðingar: οικιακός, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο