Jarðyrkja á grísku
Þýðing: jarðyrkja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
γεωργία, καλλιέργεια, σοδειά, συγκομιδή, καλλιεργειών, καλλιέργειας
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: jarðyrkja
jarðyrkja tungumála orðabók gríska, jarðyrkja á grísku
Þýðingar
- jarðskjálfti á grísku - σεισμός, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, σεισμό του
- jarðvegur á grísku - έδαφος, προσαράσσω, γη, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
- jaxl á grísku - γιακάς, κολάρο, λουρί, μοριακή, γραμμομοριακή, γραμμομοριακά, γραμμομοριακό, ...
- jaðar á grísku - χείλος, μεθόριος, άκρη, ρέλι, σύνορο, περιστόμιο, περιφέρεια, ...
Orð af handahófi
Jarðyrkja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: γεωργία, καλλιέργεια, σοδειά, συγκομιδή, καλλιεργειών, καλλιέργειας
Þýðingar: γεωργία, καλλιέργεια, σοδειά, συγκομιδή, καλλιεργειών, καλλιέργειας