Keppni á grísku
Þýðing: keppni, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συναγωνισμός, συνταιριάζω, διαγωνισμός, αγώνας, σπίρτο, ταιριάζω, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: keppni
keppni í sjómann, keppni á klaustri, lego keppni, crossfit keppni, keppni í fitness 2013, keppni tungumála orðabók gríska, keppni á grísku
Þýðingar
- keppa á grísku - συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
- keppinautur á grísku - αντίζηλος, αντίπαλος, παραβγαίνω, αντίπαλο, ανταγωνιστή, αντίπαλες, αντίπαλό
- ker á grísku - σαπιοκάραβο, καλάθια, καλαθιών, τα καλάθια
- kerfi á grísku - δίκτυο, σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, συστημάτων
Orð af handahófi
Keppni á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συναγωνισμός, συνταιριάζω, διαγωνισμός, αγώνας, σπίρτο, ταιριάζω, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
Þýðingar: συναγωνισμός, συνταιριάζω, διαγωνισμός, αγώνας, σπίρτο, ταιριάζω, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό