Kyn á grísku
Þýðing: kyn, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
σεξ, σεξουαλικότητα, φύλο, έρωτας, γένος, φύλων, των φύλων, φύλου
Önnur tungumál
Skyld orð: kyn
kyn orða, kyn nafnorða í dönsku, kyn lýsingarorða, kyn nafnorða, kyn hesta, kyn tungumála orðabók gríska, kyn á grísku
Þýðingar
- kvísl á grísku - κλαδί, υποκατάστημα, κλάδος, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
- kvöld á grísku - νύχτα, βράδυ, βράδι, απόψε, σημερινής συνάντησης, συνάντησης, σήμερα το βράδυ, ...
- kynlegur á grísku - απόκοσμος, αλλόκοτος, μονός, γκροτέσκο, τραγελαφικό, τραγελαφική, αλλόκοτο
- kynning á grísku - εισαγωγή, προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
Orð af handahófi
Kyn á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: σεξ, σεξουαλικότητα, φύλο, έρωτας, γένος, φύλων, των φύλων, φύλου
Þýðingar: σεξ, σεξουαλικότητα, φύλο, έρωτας, γένος, φύλων, των φύλων, φύλου