Lá á grísku
Þýðing: lá, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Önnur tungumál
Skyld orð: lá
lá số tử vi, lá thư gửi thầy, lá cờ, lá lốt, lá ngón, lá tungumála orðabók gríska, lá á grísku
Þýðingar
- lymskur á grísku - πανουργία, ύπουλος, πανούργος, πονηρός, καπάτσος
- lyst á grísku - όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
- lágur á grísku - χαμηλός, χαμηλή, χαμηλής, χαμηλό, χαμηλού
- lán á grísku - δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
Orð af handahófi
Lá á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Þýðingar: κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται