Leiðsaga á grísku
Þýðing: leiðsaga, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καθοδήγηση, χειραγωγία, πλοήγηση, πλοήγησης, Navigation, περιήγησης, ναυσιπλοΐα
Önnur tungumál
Skyld orð: leiðsaga
leiðsaga tungumála orðabók gríska, leiðsaga á grísku
Þýðingar
- leiðrétta á grísku - σωστός, τροποποιώ, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
- leiðrétting á grísku - διόρθωση, τροπολογία, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- leiðtogi á grísku - ηγέτης, ηγήτορας, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγέτη, επικεφαλής, leader
- lenda á grísku - έδαφος, προσγειώνω, προσγειώνομαι, γη, γης, της γης, γαιών, ...
Orð af handahófi
Leiðsaga á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καθοδήγηση, χειραγωγία, πλοήγηση, πλοήγησης, Navigation, περιήγησης, ναυσιπλοΐα
Þýðingar: καθοδήγηση, χειραγωγία, πλοήγηση, πλοήγησης, Navigation, περιήγησης, ναυσιπλοΐα