Lymskur á grísku
Þýðing: lymskur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
πανουργία, ύπουλος, πανούργος, πονηρός, καπάτσος
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: lymskur
lymskur tungumála orðabók gríska, lymskur á grísku
Þýðingar
- lyktir á grísku - τέλος, τελειώνω, αποτέλεσμα, έκβαση, αποτελέσματα, αποτελέσματος, αποτελεσμάτων
- lymska á grísku - καπάτσος, πονηρός, πανουργία
- lyst á grísku - όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
- lá á grísku - κειμένος, βρίσκεται, που βρίσκεται, ξαπλωμένη, βρίσκονται
Orð af handahófi
Lymskur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: πανουργία, ύπουλος, πανούργος, πονηρός, καπάτσος
Þýðingar: πανουργία, ύπουλος, πανούργος, πονηρός, καπάτσος