Misrétti á grísku
Þýðing: misrétti, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ανισότητα, ανισότητας, ανισοτήτων, ανισότητες, της ανισότητας
Önnur tungumál
Skyld orð: misrétti
misrétti kynjanna, misrétti tungumála orðabók gríska, misrétti á grísku
Þýðingar
- miskunn á grísku - έλεος, το έλεος, ελέους, έλεός, έλεος του
- misnota á grísku - κατάχρηση, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, καταχρήσεων
- missa á grísku - μειώνομαι, χάνω, σταγόνα, ρανίδα, χάνουν, χάσετε, χάσουν, ...
- mistur á grísku - ομίχλη, πούσι, ομίχλης, νέφους, νέφος, σταγονιδίων
Orð af handahófi
Misrétti á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ανισότητα, ανισότητας, ανισοτήτων, ανισότητες, της ανισότητας
Þýðingar: ανισότητα, ανισότητας, ανισοτήτων, ανισότητες, της ανισότητας