Nálægt á grísku

Þýðing: nálægt, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
αποπνιχτικός, κοντά, κολλητός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Nálægt á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: nálægt

nálægt tungumála orðabók gríska, nálægt á grísku

Þýðingar

  • nálgast á grísku - προσεγγίζω, προσέγγιση, πλησιάζω, μέθοδος, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, ...
  • nálægur á grísku - κοντά, κοντά σε, κοντά στο, εγγύς, πλησίον
  • nám á grísku - μελέτη, σπουδές, γραφείο, σπουδάζω, μάθηση, μάθησης, εκμάθησης, ...
Orð af handahófi
Nálægt á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: αποπνιχτικός, κοντά, κολλητός, πνιγηρός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής