Niðurlæging á grísku
Þýðing: niðurlæging, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διασυρμός, ταπείνωση, εξευτελισμός, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
Önnur tungumál
Skyld orð: niðurlæging
niðurlæging tungumála orðabók gríska, niðurlæging á grísku
Þýðingar
- niðurbæling á grísku - απόκρυψη, καταστολή, κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- nokkrir á grísku - λίγες, λιγοστός, λίγοι, λίγα, διάφοροι, αρκετές, πολλές, ...
- nokkur á grísku - κάποιος, κανένας, μερικοί, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
Orð af handahófi
Niðurlæging á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διασυρμός, ταπείνωση, εξευτελισμός, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
Þýðingar: διασυρμός, ταπείνωση, εξευτελισμός, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις