Prentverk á grísku
Þýðing: prentverk, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εκτύπωση, θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόληση, θέσεων απασχόλησης, εργασίες
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: prentverk
prentverk selfoss, prentverk akranes, prentverk akraness, prentverk á íslandi, prentverk odds björnssonar, prentverk tungumála orðabók gríska, prentverk á grísku
Þýðingar
- prenta á grísku - εμπριμέ, τυπώνω, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
- prentari á grísku - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
- pressa á grísku - σιδερένιος, σιδερώνω, πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, πίεση, το πάτημα
- prestur á grísku - υπουργός, ιερέας, παπάς, ιερεύς, ιερέα, παπά
Orð af handahófi
Prentverk á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εκτύπωση, θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόληση, θέσεων απασχόλησης, εργασίες
Þýðingar: εκτύπωση, θέσεις εργασίας, θέσεων εργασίας, απασχόληση, θέσεων απασχόλησης, εργασίες