Ráðgáta á grísku
Þýðing: ráðgáta, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
προβληματίζω, μυστήριο, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που, αίνιγμα
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: ráðgáta
ráðgáta skilgreind, ráðgáta tungumála orðabók gríska, ráðgáta á grísku
Þýðingar
- ráða á grísku - προσταγή, εντολή, συνιστώ, αποφασίζω, διατάζω, συμβουλεύω, προστάζω, ...
- ráðgera á grísku - σχέδιο, σχεδιάζω, σχεδίου, πρόγραμμα, προγράμματος, το σχέδιο
- ráðunautur á grísku - σύμβουλος, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, σύμβουλο, συμβούλου, σύμβουλος του, σύμβουλό
- ráðuneyti á grísku - υπουργείο, Υπουργείου, διακονία, του υπουργείου, το υπουργείο
Orð af handahófi
Ráðgáta á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: προβληματίζω, μυστήριο, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που, αίνιγμα
Þýðingar: προβληματίζω, μυστήριο, μυστηρίου, το μυστήριο, μυστήριο που, αίνιγμα