Ríkja á grísku

Þýðing: ríkja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ιθύνω, αποφασίζω, επικρατώ, υπερισχύω, βασιλεύω, κανόνας, χώρες, οι χώρες, χωρών, τις χώρες, χώρες της
Ríkja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: ríkja

ríkja tungumála orðabók gríska, ríkja á grísku

Þýðingar

  • ríkisborgari á grísku - πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
  • ríkisstjórn á grísku - κυβέρνηση, κυβέρνησης, Κυβερνήσεως, κυβερνήσεων, της κυβέρνησης
  • ríkur á grísku - δυναμικός, ισχυρός, πλούσιος, δυνατός, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, ...
  • rím á grísku - ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
Orð af handahófi
Ríkja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ιθύνω, αποφασίζω, επικρατώ, υπερισχύω, βασιλεύω, κανόνας, χώρες, οι χώρες, χωρών, τις χώρες, χώρες της