Ríkur á grísku
Þýðing: ríkur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δυναμικός, ισχυρός, πλούσιος, δυνατός, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
Önnur tungumál
Skyld orð: ríkur
ógeðslega ríkur, ríkur pabbi fátækur pabbi, próteinríkur matur, samheiti ríkur, ríkur beyging, ríkur tungumála orðabók gríska, ríkur á grísku
Þýðingar
- ríkisstjórn á grísku - κυβέρνηση, κυβέρνησης, Κυβερνήσεως, κυβερνήσεων, της κυβέρνησης
- ríkja á grísku - ιθύνω, αποφασίζω, επικρατώ, υπερισχύω, βασιλεύω, κανόνας, χώρες, ...
- rím á grísku - ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
- ríða á grísku - βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
Orð af handahófi
Ríkur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δυναμικός, ισχυρός, πλούσιος, δυνατός, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε
Þýðingar: δυναμικός, ισχυρός, πλούσιος, δυνατός, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, πλούσια σε