Rím á grísku

Þýðing: rím, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος
Rím á grísku
Önnur tungumál

Skyld orð: rím

rímorð, rím fyrir börn, rím táknað með bókstöfum, rím počasie, rím í ljóðum, rím tungumála orðabók gríska, rím á grísku

Þýðingar

  • ríkja á grísku - ιθύνω, αποφασίζω, επικρατώ, υπερισχύω, βασιλεύω, κανόνας, χώρες, ...
  • ríkur á grísku - δυναμικός, ισχυρός, πλούσιος, δυνατός, πλούσια, πλούσιο, πλούσιες, ...
  • ríða á grísku - βόλτα, ατραξιόν, ιππεύω, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
  • ró á grísku - ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπος, ηρεμία, γαλήνη, ηρεμίας, την ηρεμία, ...
Orð af handahófi
Rím á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ομοιοκαταληξία, έμμετρο λόγο, ρίμα, έμμετρου λόγου, έμμετρος λόγος