Rúma á grísku

Þýðing: rúma, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
Rúma á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: rúma

rúma búðir, rúma tungumála orðabók gríska, rúma á grísku

Þýðingar

  • röskur á grísku - έξυπνος, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
  • rúm á grísku - χώρος, διάστημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
  • rúmlestir á grísku - τόνους, τόνοι, τόνων, τους τόνους, τόννους
  • safnari á grísku - συλλέκτης, Συλλέκτη, Collector, του Συλλέκτη, Συλλεκτική
Orð af handahófi
Rúma á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας