Raun á grísku
Þýðing: raun, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
δίκη, δοκιμασία, πράγματι, πραγματικά, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: raun
raun møbler, raun melmed, raun kaufman, raun and jasprit, raun sofa, raun tungumála orðabók gríska, raun á grísku
Þýðingar
- raka á grísku - ξυρίζομαι, υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
- raula á grísku - βουίζω, βουητό, Hum, βόμβου, βόμβο, βόμβος
- raunsæi á grísku - ρεαλισμός, ρεαλισμό, ρεαλισμού, ο ρεαλισμός, το ρεαλισμό
- raunverulegur á grísku - πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Orð af handahófi
Raun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: δίκη, δοκιμασία, πράγματι, πραγματικά, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως
Þýðingar: δίκη, δοκιμασία, πράγματι, πραγματικά, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως