Sérviska á grísku
Þýðing: sérviska, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εκκεντρικότητα, εκκεντρότητα, εκκεντρότητας, εκκεντρικότητας, την εκκεντρικότητα
Önnur tungumál
Skyld orð: sérviska
sérviska tungumála orðabók gríska, sérviska á grísku
Þýðingar
- sérstaklega á grísku - ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
- sérstakur á grísku - συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
- sérvitur á grísku - εκκεντρικός, εκκεντρική, έκκεντρη, εκκεντρικό, εκκεντρικές
- sígaretta á grísku - τσιγάρο, τσιγάρων, τσιγάρου, των τσιγάρων, του τσιγάρου
Orð af handahófi
Sérviska á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εκκεντρικότητα, εκκεντρότητα, εκκεντρότητας, εκκεντρικότητας, την εκκεντρικότητα
Þýðingar: εκκεντρικότητα, εκκεντρότητα, εκκεντρότητας, εκκεντρικότητας, την εκκεντρικότητα