Sök á grísku

Þýðing: sök, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
περιστατικό, υπόθεση, αδίκημα, προσβολή, παράβαση, βαλίτσα, θήκη, σφάλμα, υπαιτιότητα, σφαλμάτων, κατηγορήσω, πταίσμα
Sök á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: sök

sök telefonnummer norge, sök komvux, sök telefonnummer i sverige, sök i skattelistene, sök universitetsutbildning, sök tungumála orðabók gríska, sök á grísku

Þýðingar

  • sögn á grísku - ρήμα, σύμφωνα με την, σύμφωνα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
  • sögulegur á grísku - ενδιαφέρων, ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
  • söngur á grísku - τραγούδι, τραγουδιού, το τραγούδι, του τραγουδιού, κομμάτι
  • súld á grísku - ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχω, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, περιχύστε, περιχύνουμε
Orð af handahófi
Sök á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: περιστατικό, υπόθεση, αδίκημα, προσβολή, παράβαση, βαλίτσα, θήκη, σφάλμα, υπαιτιότητα, σφαλμάτων, κατηγορήσω, πταίσμα