Samþykkja á grísku
Þýðing: samþykkja, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
συμφωνώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: samþykkja
samþykkja beyging, samþykkja þetta, samþykkja tungumála orðabók gríska, samþykkja á grísku
Þýðingar
- samvirkur á grísku - κοψίδι, συλλογικός, άρθρωση, γόμφος, κοινός, διαλειτουργικότητα, Η διαλειτουργικότητα, ...
- samþykki á grísku - συγκατανεύω, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
- sandur á grísku - άμμος, άμμο, άμμου, αμμουδιά, την άμμο
- sannarlega á grísku - αλήθεια, πράγματι, αληθώς, ειλικρινά, όντως, πραγματικά, αληθινά
Orð af handahófi
Samþykkja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: συμφωνώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Þýðingar: συμφωνώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει