Samt á grísku

Þýðing: samt, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ακόμη, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
Samt á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: samt

samt und sonders stuttgart, samt lil, samt & sonders, samt samt, samt mun ég vaka, samt tungumála orðabók gríska, samt á grísku

Þýðingar

  • samkomulag á grísku - συγκατάθεση, συμφωνία, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
  • samningur á grísku - συνθήκη, συνέλευση, σύμβαση, συμφωνία, συνέδριο, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, ...
  • samtal á grísku - συνομιλία, συζήτηση, συνομιλίας, συζήτησης, κουβέντα
  • samtenging á grísku - σύνδεσμος, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης
Orð af handahófi
Samt á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ακόμη, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν