Samtenging á grísku
Þýðing: samtenging, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
σύνδεσμος, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: samtenging
sem samtenging, samtenging tungumála orðabók gríska, samtenging á grísku
Þýðingar
- samt á grísku - ήρεμος, ωστόσο, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ακόμη, εξακολουθεί, ...
- samtal á grísku - συνομιλία, συζήτηση, συνομιλίας, συζήτησης, κουβέντα
- samtíða á grísku - σύγχρονος, ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως, συγχρόνως με
- samtíðarmaður á grísku - σύγχρονος, σύγχρονος άνθρωπος, ο σύγχρονος άνθρωπος, σύγχρονο άνθρωπο, σύγχρονου ανθρώπου, σημερινού ανθρώπου
Orð af handahófi
Samtenging á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: σύνδεσμος, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης
Þýðingar: σύνδεσμος, διασύνδεσης, διασύνδεση, τη διασύνδεση, διασύνδεσή, της διασύνδεσης