Skera á grísku
Þýðing: skera, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κοπή, κόψιμο, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Önnur tungumál
Skyld orð: skera
skera niður fitu, skera sig, skera sig niður, skera tómata, skera lambalæri, skera tungumála orðabók gríska, skera á grísku
Þýðingar
- skelfilegur á grísku - φοβερός, τρομερός, τρομακτικός, τρομακτικό, scary, τρομακτική, τρομακτικά
- skemmtilegur á grísku - ωραίος, ενδιαφέρων, διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
- skerast á grísku - σταυρός, διασχίζω, γέμισμα, τέμνονται, διασταυρώνονται, τέμνει, τέμνουν, ...
- skil á grísku - διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμα του, ...
Orð af handahófi
Skera á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κοπή, κόψιμο, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Þýðingar: κοπή, κόψιμο, κόβω, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής