Skynugur á grísku
Þýðing: skynugur, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
έξυπνος, αισθητηριακές, αισθητηριακή, αισθητήρια, αισθητικές, αισθητήριες
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: skynugur
skynugur tungumála orðabók gríska, skynugur á grísku
Þýðingar
- skylda á grísku - δασμοί, καθήκον, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
- skyn á grísku - αισθάνομαι, σωφροσύνη, νόημα, αίσθημα, κατανόηση, αισθητήριος, αισθητήρια, ...
- skyrpa á grísku - πτύω, φτύνω, σούβλα, σούβλας, φτύνουν, φτύσιμο, οβελός
- skáldsaga á grísku - μυθιστόρημα, καινοφανής, νέα, νέων, νέες, νέο
Orð af handahófi
Skynugur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: έξυπνος, αισθητηριακές, αισθητηριακή, αισθητήρια, αισθητικές, αισθητήριες
Þýðingar: έξυπνος, αισθητηριακές, αισθητηριακή, αισθητήρια, αισθητικές, αισθητήριες