Stál á grísku
Þýðing: stál, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβας, Χάλυβα, Steel, βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα
Önnur tungumál
Skyld orð: stál
stálprófílar, stál og hnífur, stál og gler, stál úlfur, stál og hnífur hljómar, stál tungumála orðabók gríska, stál á grísku
Þýðingar
- styrkur á grísku - επιχορηγώ, υποτροφία, επίδομα, χορηγώ, δύναμη, ισχύς, αντοχή, ...
- styðja á grísku - συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, υποστήριγμα, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, ...
- stærð á grísku - μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, του μεγέθους
- stóll á grísku - έδρα, καρέκλα, προεδρία, καρεκλάκι, καρέκλας, προεδρεύει
Orð af handahófi
Stál á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβας, Χάλυβα, Steel, βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα
Þýðingar: ατσαλένιος, ατσάλι, χάλυβας, Χάλυβα, Steel, βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα