Stórvirki á grísku
Þýðing: stórvirki, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επίτευξη, αξιοποιώ, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Önnur tungumál
Skyld orð: stórvirki
stórvirki tungumála orðabók gríska, stórvirki á grísku
Þýðingar
- stórkostlegur á grísku - υπέροχος, εξαίσιος, έξοχα, καταπληκτικά, υπέροχα, υπέροχη, μυθική, ...
- stórum á grísku - πολύ, μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
- stöfun á grísku - ορθογραφία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- stökk á grísku - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Orð af handahófi
Stórvirki á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επίτευξη, αξιοποιώ, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
Þýðingar: επίτευξη, αξιοποιώ, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό