Stöðvarpollur á grísku

Þýðing: stöðvarpollur, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
εξέδρα, πλατφόρμα, αποβάθρες σταθμών, αποβάθρες του σταθμού, τα κρηπιδώματα που, κρηπιδώματα που, κρηπιδώματα σταθμών
Stöðvarpollur á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: stöðvarpollur

stöðvarpollur tungumála orðabók gríska, stöðvarpollur á grísku

Þýðingar

  • stöðugur á grísku - διαρκής, σταθερός, σταθερή, σταθερό, σταθερά, σταθερές
  • stöðva á grísku - διακόπτω, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
  • stúlka á grísku - κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
  • stýri á grísku - δοιάκι, πηδάλιο, πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, συστήματος διεύθυνσης
Orð af handahófi
Stöðvarpollur á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: εξέδρα, πλατφόρμα, αποβάθρες σταθμών, αποβάθρες του σταθμού, τα κρηπιδώματα που, κρηπιδώματα που, κρηπιδώματα σταθμών