Stöfun á grísku
Þýðing: stöfun, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
ορθογραφία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: stöfun
stöfun tungumála orðabók gríska, stöfun á grísku
Þýðingar
- stórum á grísku - πολύ, μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
- stórvirki á grísku - επίτευξη, αξιοποιώ, μνημειώδης, μνημειακός, μνημειώδη, μνημειακή, μνημειακό
- stökk á grísku - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
- stökkva á grísku - πηδώ, άλμα, μεταβείτε, πηδούν, πηδήξει, πηδήσει
Orð af handahófi
Stöfun á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: ορθογραφία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Þýðingar: ορθογραφία, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν