Stofnsetja á grísku

Þýðing: stofnsetja, Orðabók: íslenska » gríska

Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
επιβάλλω, καθιερώνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Stofnsetja á grísku
Skyld orð
Önnur tungumál

Skyld orð: stofnsetja

stofnsetja tungumála orðabók gríska, stofnsetja á grísku

Þýðingar

  • stjórnaskrá á grísku - σύνταγμα, αρχείο, αρχείου, αρχείων, φάκελο, το αρχείο
  • stjórnmál á grísku - πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, πολιτικές, η πολιτική
  • stofnun á grísku - ίδρυση, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
  • stofustóll á grísku - καρέκλα, προεδρία, μωρού, καρεκλάκι, καρέκλας
Orð af handahófi
Stofnsetja á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: επιβάλλω, καθιερώνω, ιδρύω, διαπιστώνω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει