Takast á grísku
Þýðing: takast, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
διευθύνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: takast
takast á við streitu, facebook takast, takast á við breytingar, toast & co, pal takats, takast tungumála orðabók gríska, takast á grísku
Þýðingar
- tak á grísku - λαβή, αμπάρι, συλλαμβάνω, πιάνω, σφίγγω, κράτημα, κρατώ, ...
- taka á grísku - παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
- takmarka á grísku - περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
- takmarkaður á grísku - περιορισμός, περιστολή, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Orð af handahófi
Takast á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: διευθύνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Þýðingar: διευθύνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση