Tilgreina á grísku
Þýðing: tilgreina, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Skyld orð
Önnur tungumál
Skyld orð: tilgreina
tilgreina tungumála orðabók gríska, tilgreina á grísku
Þýðingar
- tilfinnanlegur á grísku - σοβαρός, αυστηρός, δριμύς, σέρτικος, αισθητός, οδυνηρές, οδυνηρή, ...
- tilgangur á grísku - σκοπός, σκοπό, Αντικείμενο, σκοπό αυτό, Στόχος
- tilheyrandi á grísku - σχετίζονται, συνδέονται, που συνδέονται, σχετίζεται, που σχετίζονται
- tilhlökkun á grísku - αναμονή, προσδοκία, πρόβλεψη, Η πρόβλεψη, Αναδρομικός, Αναδρομικός υπολογισμός
Orð af handahófi
Tilgreina á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Þýðingar: καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει